- ἁλουργίς
- ἁλουργ-ίς, ίδος, ἡ,A purple robe, Ar.Eq.967, IG2.754, Chamaeleon ap.Ath.9.374a.II as Adj., ἐσθὴς ἁ. f. l. in Luc.Nav.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] … Dictionary of Greek
ἁλουργίς — purple robe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδα — ἁλουργίς purple robe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδας — ἁλουργίς purple robe fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδες — ἁλουργίς purple robe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδι — ἁλουργίς purple robe fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδος — ἁλουργίς purple robe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίδων — ἁλουργίς purple robe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίσι — ἁλουργίς purple robe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλουργίσιν — ἁλουργίς purple robe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλουργίδιον — ἁλουργίδιον, το (Α) [ἁλουργίς] υποκοριστικό τού ἁλουργίς* … Dictionary of Greek